ισότητα

ισότητα
Απόλυτη ταυτότητα ανάμεσα σε δύο ή περισσότερα ίσα πράγματα ή έννοιες· η εξομοίωση των πολιτών ως προς τα δικαιώματα και τα καθήκοντά τους. (Μαθημ.) Βλ. λ. ισοδυναμία. (Νομ.) Το κεφάλαιο για τα ατομικά και τα κοινωνικά δικαιώματα αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα τμήματα του ελληνικού Συντάγματος (και όλων των συνταγμάτων των δημοκρατικών χωρών) και ξεκινά με τη διακήρυξη της ι. (άρθρο 4): «Οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου». Παρακάτω, στο ίδιο άρθρο, καθιερώνεται ως εκ περισσού η ι. ανάμεσα στους άνδρες και στις γυναίκες: «Έλληνες και Ελληνίδες έχουν ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις». Στη συνέχεια (στο ίδιο πάντα άρθρο) καθορίζεται η σχέση του Έλληνα πολίτη με το κράτος, ενώ στην τελευταία παράγραφο καθιερώνεται ρητά η απαγόρευση της απονομής ή της αναγνώρισης τίτλων ευγενείας ή άλλων διακρίσεων στους Έλληνες πολίτες. Η αρχή της ι. αποτελεί προϊόν της νεότερης ιστορίας και είχε αρχικά ως κύριο στόχο της τα προνόμια των ευγενών. Έτσι ξεκίνησε τον 18ο αι., για να περάσει στις διακηρύξεις δικαιωμάτων και στα συντάγματα. Χαρακτηριστικό είναι το άρθρο 7 της Οικουμενικής Διακήρυξης, σύμφωνα με το οποίο «όλοι είναι ίσοι μπροστά στον νόμο και δικαιούνται, χωρίς διακρίσεις, την ίση προστασία του». Σήμερα δεν υπάρχει πλέον η προνομιακή τάξη των ευγενών, αλλά η αρχή της ι. διατηρεί ζωτική σημασία ακόμα και ως αίτημα, γιατί έχουν διαμορφωθεί προνομιακές κοινωνικοοικονομικές δυνάμεις, ικανές να παίξουν ρόλο καταπιεστή στις ασθενέστερες τάξεις. Η αρχή της ι. βρίσκεται σε στενό δεσμό και αλληλεπίδραση με την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας και τη δημοκρατία. Η διάταξη του Συντάγματος που αναφέρθηκε περιέχει κανόνα δικαίου κατ’ αρχήν δεσμευτικό για τον κοινό νομοθέτη και αναφέρεται στην ι. του νόμου, σχετικά με τη μεταχείριση των πολιτών και την προστασία των δικαιωμάτων τους. Απαγορεύει δηλαδή τόσο την άνιση εφαρμογή του νόμου όσο και την ψήφιση νόμων που καθιερώνουν άνισες καταστάσεις για τους πολίτες. Στο σημείο αυτό, τα δικαστήρια επιβάλλεται να ελέγχουν τους νόμους και, αν τους κρίνουν αντισυνταγματικούς, να μην τους εφαρμόζουν. Η ι. που καθιερώνει το Σύνταγμα δεν είναι απόλυτη. Όχι μόνο δεν είναι μαθηματική, αριθμητική ή σχηματική, αλλά επίσης δεν επεκτείνεται και στην επιβολή μίας γενικότερης κοινωνικοοικονομικής ισότητας. Περιορίζεται στον χώρο της νομικής μεταχείρισης και της προστασίας των νομοθετικά αναγνωρισμένων δικαιωμάτων. Όσοι δηλαδή υπάγονται στον ίδιο νόμο είναι ίσοι ως προς την εφαρμογή του. Και αν ο νόμος τυγχάνει να είναι άδικος, τα δικαστήρια έχουν υποχρέωση να μην τον εφαρμόσουν, κρίνοντάς τον ως αντισυνταγματικό. Αποτελεί, επομένως, ζήτημα ερμηνείας και αντίληψης των δικαστηρίων, πολύ συχνά ακόμη και ιδεολογικών πεποιθήσεων. Υπάρχουν πολλές περιπτώσεις που τα ελληνικά δικαστήρια (κυρίως το Συμβούλιο της Επικρατείας) αρνήθηκαν την εφαρμογή νόμων που παραβίαζαν την αρχή της ι. Υπήρξαν όμως και πολλές περιπτώσεις που η ερμηνεία κάποιων νόμων έγινε καθαρά με το γράμμα του νόμου. Αποτέλεσμα ήταν να επέλθει σύγκρουση της δικαστικής εξουσίας με τις απόψεις άλλων επιστημόνων και πολιτικών. Η νομοθεσία καταρχήν, τόσο στο αστικό και στο δικονομικό δίκαιο όσο και στους υπόλοιπους (κυρίως διοικητικούς) νόμους, έχει καθιερώσει την ίση μεταχείριση. Υπάρχουν, ωστόσο, πολλά προνόμια και διακρίσεις που αντιφάσκουν στην αρχή αυτή. Σύμφωνα με το άρθρο 4 του ελληνικού Συντάγματος, «όλοι οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου».
* * *
η (ΑΜ ἰσότης) [ίσος]
1. η σχέση μεταξύ δύο ή περισσότερων ίσων πραγμάτων ή εννοιών, η έλλειψη διαφοράς μεταξύ τους
(«ισότητα κληρονομικών δικαιωμάτων»
2. δικαιοσύνη, αμεροληψία
νεοελλ.
φρ. α) «κοινωνική ισότητα» — η εξομοίωση τών κοινωνικών τάξεων ως προς τα δικαιώματα και τα καθήκοντά τους
β) «πολιτική ισότητα» — η εξομοίωση ως προς τα πολιτικά δικαιώματα
γ) «ισότητα τών δύο φύλων» — ισοτιμία τής γυναίκας προς τον άνδρα
μσν.
1. ισιάδα, ευθύτητα
2. νόμος
3. ισοτιμία
αρχ.
(για τη γη) ομοιότητα, ομοιομορφία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ισότητα — η 1. σχέση που συνδέει μεγέθη ή έννοιες μεταξύ τους: Ισότητα δύο αριθμών. 2. έλλειψη κάθε διαφοράς ή διάκρισης: Ισότητα πολιτών. – Κοινωνική ισότητα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἰσότητα — ἰσότης equality fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ισοδυναμία ή ισότητα — Όρος της Λογικής, σύμφωνα με τον οποίο αν Α και Β αποτελούν δύο λογικές προτάσεις και συμβαίνει από την Α να συνάγεται η Β και από τη Β να συνάγεται η Α, τότε θεωρείται ότι η πρόταση Α είναι ισοδύναμη με τη Β και γράφεται συμβολικά: Α ⇔ Β. Δηλαδή …   Dictionary of Greek

  • ἰσότητ' — ἰσότητα , ἰσότης equality fem acc sg ἰσότητι , ἰσότης equality fem dat sg ἰσότητε , ἰσότης equality fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ισοτιμία — Η σχέση ανταλλαγής δύο νομισμάτων ή (παλαιότερα, όταν ίσχυε ο κανόνας του χρυσού) η σχέση ανταλλαγής ενός νομίσματος με τον χρυσό. Μετά την κατάρρευση του συστήματος σταθερών ι. Bretton Woods, που ίσχυσε από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου πολέμου έως …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • άλγεβρα — Ευρύτατος κύκλος επιστημονικών γνώσεων που ανάγονται στα μαθηματικά. Όρος με τον οποίο σήμερα χαρακτηρίζεται ο εκτενής εκείνος κλάδος των μαθηματικών που ασχολείται με τη σπουδή των συστημάτων με σχέσεις και πράξεις. Πρόκειται για συστήματα που… …   Dictionary of Greek

  • γυναίκα — Ο άνθρωπος θηλυκού γένους. Με τον όρο γ. υποδηλώνεται επίσης η ώριμη για γάμο νέα. Στο ελληνικό Σύνταγμα του 1975 υπάρχει διάταξη (άρ. 4, παρ. 2) σύμφωνα με την οποία «οι Έλληνες και οι Ελληνίδες έχουν ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις». Με τη… …   Dictionary of Greek

  • ζυγός — Συσκευή με την οποία μπορούμε να κρίνουμε την ισορροπία μεταξύ μιας γνωστής δύναμης και μιας άγνωστης για να οδηγηθούμε έτσι από τη γνώση του μεγέθους της μίας στον προσδιορισμό του μεγέθους της άλλης. Με την πιο κοινή έννοια, στον όρο ζ.… …   Dictionary of Greek

  • ισηγορία — η (Α ἰσηγορία, ιων. τ. ἰσηγορίη) [ισήγορος] το δικαίωμα να μιλά κάποιος εξίσου με άλλον, ισότητα ως προς την έκφραση τού λόγου, ελευθερία τού λόγου αρχ. 1. πολιτική ελευθερία, ισότητα («ἰσηγορίη ἐστὶ χρῆμα σπουδαῑον», Ηρόδ.) 2. ισονομία, ισότητα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”